"Δεν βιάζομαι να πάω στο γηροκομείο. Δεν έχω οικογένεια δεν έχω κανένα δικό μου.." Μια ιστορία αφιερωμένη σ' όλους τους ηλικιωμένους!

Δεν βιάζομαι να πάω στο γηροκομείο. Δεν έχω οικογένεια δεν έχω κανένα δικό μου
Πριν από πολλά χρόνια εργάστηκα ως οδηγός ταξί. Μια φορά κλήθηκα να πάρω έναν επιβάτη.  Ήταν νύχτα. Όταν έφτασα στη διεύθυνση  που μου έδωσαν, είδα ένα κτίριο σκοτεινό, εκτός από ένα φως σε ένα παράθυρο του ισογείου. Πολλοί οδηγοί θα περίμεναν για μερικά λεπτά μέχρι να έρθει ο πελάτης. Αλλά, σκέφτηκα ότι μερικοί επιβάτες χρειάζονται βοήθεια. Ως εκ τούτου, πήγα προς την πόρτα και χτύπησα. Άκουσα μια αδύναμη φωνή, που φαινόταν να ήταν από ηλικιωμένη γυναίκα: «Ένα λεπτό παρακαλώ.»  Η πόρτα άνοιξε και είδα μια μικροκαμωμένη  κυρία, γύρω στα 80. Κρατούσε μια μικρή βαλίτσα στα χέρια της. 

Πήρα τη βαλίτσα της κυρίας και την βοήθησα να φτάσει μέχρι το ταξί. 
«Σας ευχαριστώ για την καλοσύνη σας»   μου είπε. 
«Παρακαλώ δεν έκανα τίποτα»   είπα. «Εγώ απλά προσπαθώ να αντιμετωπίζω τους επιβάτες μου, με τον τρόπο που θα ήθελε και η μητέρα μου να την αντιμετωπίζουν». 

Όταν μπήκαμε στο ταξί τη ρώτησα που θα πάμε. Μου είπε τη διεύθυνση και με ρώτησε:
«Θα μπορούσατε να πάτε μέσα από το κέντρο της πόλης;» 
Της απάντησα, ότι δεν είναι ο πιο σύντομος δρόμος.
«Το ξέρω, αλλά δεν βιάζομαι να πάω στο γηροκομείο. Δεν έχω οικογένεια, δεν έχω κανένα δικό μου πρόσωπο.» μου είπε.
Παρατήρησα δάκρυα στα μάτια της.
Έβαλα το μετρητή και τη ρώτησα ποια διαδρομή να ακολουθήσω. Ενώ οδηγούσα  μέσα στην πόλη, η γριούλα μου έδειξε τα μέρη που ήταν σημαντικά γι αυτήν:  το κτίριο όπου εργάστηκε ως συνοδός ασανσέρ, το σπίτι όπου αυτή και ο σύζυγός της έζησαν  για αρκετό καιρό μετά το γάμο τους, μια αποθήκη, όπου ήταν μια αίθουσα χορού πριν από πολλά χρόνια και πήγαινε να μάθει χορό σαν νεαρό κορίτσι και άλλα πολλά.

Μετά από δύο ώρες οδήγησης μου είπε: «Κουράστηκα, ας πάμε τώρα».
Μόλις  φτάσαμε στη διεύθυνση που μου έδωσε, δύο νοσηλευτές ήρθαν προς το ταξί. Την περίμεναν. Πήραν τη βαλίτσα της κυρίας, και την έβαλαν σε αναπηρικό καροτσάκι.
«Πες μου, πόσο σου χρωστάω;» με ρώτησε.
Της είπα ότι δεν μου χρωστάει τίποτα.
«Όχι σε παρακαλώ και συ πρέπει να ζήσεις απ’ αυτή τη δουλειά» μου είπε.
«Υπάρχουν και άλλοι επιβάτες», της απάντησα και την πήρα στην αγκαλιά μου. 
Με κράτησε  σφιχτά πάνω της. «Σε ευχαριστώ που μου έδωσες αυτές τις στιγμές χαράς», μου είπε. 

Καθώς έμπαινα στο ταξί, άκουσα μια πόρτα να κλείνει. Σκέφτηκα ότι αυτό μου ακούγεται σαν το κλείσιμο της ζωής ενός ανθρώπου. 

Εκείνη την ημέρα, δεν πήρα άλλους επιβάτες.  Οδήγησα χωρίς κανένα σκοπό, χαμένος στις σκέψεις μου. Η γριούλα δεν έφευγε από το μυαλό μου.
Τι θα συνέβαινε άραγε, αν της τύχαινε ένας αδιάφορος και ασυγκίνητος οδηγός, που θα  βιαζόταν απλά να τελειώσει την κούρσα του;  Εγώ θεωρώ ότι αυτή η κίνηση μου, ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. 

Ας μην ψάχνουμε πάντα τις μεγάλες στιγμές. Αυτές πολλές φορές μας "προσπερνούν" γι' αυτό γινόμαστε μίζεροι και δυστυχισμένοι. Τα μικρά πράγματα της ζωής έχουν αξία και εκεί βρίσκεται συνήθως η ευτυχία. Αυτά μπορεί να είναι όλη μας η ζωή. 

Αν σας άρεσε,πατήστε

Κοινοποιήστε το

Στο Google+

Μπείτε στη παρέα του Αλητάκου, απλά πατώντας "like"

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...