Θέρος – Τρύγος – Πόλεμος. Ο τρύγος κάποτε στην Κρήτη

Θέρος – Τρύγος – Πόλεμος. Ο τρύγος κάποτε στην Κρήτη
Θέρος – Τρύγος – Πόλεμος:  Αυτό συνήθιζαν να  λένε οι παλιοί την εποχή των δύο αυτών γεωργικών εργασιών, θέλοντας να τονίσουν τη βιασύνη που έπρεπε να επιδείξεις  για την συλλογή της σοδειάς, προστατεύοντάς την από τις πιθανές κακές καιρικές συνθήκες, αλλά και τη σπουδαιότητα που είχαν για την ίδια τους την επιβίωση. 

Οι περισσότεροι «νοικοκύρηδες» τότε,  ανάμεναν με αγωνία αυτή την ώρα. Να πουλήσουν τη σοδειά, να ξοφλήσουν τα χρωστούμενα, τα βερεσέδια που λέμε στη Κρήτη και άντε πάλι από την αρχή. Έχει ο Θιος, έλεγαν και έκαναν το σταυρό τους.
Κι όμως δεν ήταν «πόλεμος». Οι ημέρες του τρυγητού τουλάχιστον ήταν μέρες χαράς πανηγυριού, τραγουδιού, ευτυχίας. Όλη η οικογένεια,  μικροί μεγάλοι, στο πόδι για την «ιερή» αυτή διαδικασία.

Ο αρχηγός του σπιτιού, ό πατέρας, μέρες πριν, άρχιζε την προετοιμασία. Ακόνιζε τα τσακάκια (καμπυλωτά μαχαιράκια) τα τσαπράζια (οδοντωτά μαχαίρια), έπρεπε να βρει από την αποθήκη κι αν χρειαζόταν να επισκευάσει ή να προμηθευτεί, τα απαραίτητα σύνεργα, δηλαδή τα τσιγκάκια (σιδερένια  δοχεία, ή πλαστικά αργότερα) ατρύπητα για το κουβάλημα των σταφυλιών στον οψιγιά (ξηραντήριο σταφίδας) και τρυπητά για το αλουσούδιασμα, τις κόφες (μεγάλες κοφίνες φτιαγμένες κυρίως από βέργες σφάκας) για το κουβάλημα των κρασοστάφυλων στο πατητήρι, την αλουσουδιάστρα (λάντζα) για το αλουσούδιασμα δηλαδή το βούτηγμα των σταφυλιών σε διάλυμα νερού και ποτάσας  με λίγο λαδάκι, το σκαφάκι για τις απλώστρες, τους σταυρούς ή την ξυλογαϊδάρα για το σύρωμα των σταφυλιών μετά το αλουσούδιασμα, το σταφιδόχαρτο  παλιότερα και τα πλαστικά δίχτυα αργότερα για το άπλωμα των σταφυλιών στον οψιγιά, το γράδο για τη μέτρηση της αλουσάς, τα γάντια για τον αλουσουδιαστή και τις απλώστρες για να μην τρυπήσουν τα χέρια τους από την ποτάσα (σπανίως βέβαια τη γλύτωναν) ακόμη και τα καπέλα  ή τις πετσέτες (καμπανί) που θα προστάτευαν τις κεφαλές μας από τον δυνατό και καυτερό ήλιο. 

Όλα αυτά εντάξει. Το έμψυχο δυναμικό, ο κυριότερος παράγοντας που είναι; Για όλα υπήρχε πρόβλεψη και λύση. Αν η οικογένεια δεν ήταν πολυπληθής έπρεπε να γίνει καλό κουμάντο. Αν υπήρχε οικονομική ευχέρεια, μπορούσες να «κλείσεις» εργάτες και εργάτριες από την πληθώρα που υπήρχε.
Θυμάμαι στο χωριό μου  να καταφθάνουν την εποχή εκείνη «καραβάνια» εργατών, όχι μόνο από ολόκληρη την Κρήτη αλλά από όλη την Ελλάδα.  Αν το νοικοκυριό ήταν φτωχό, τότε επιστρατευόταν συγγενείς για βοήθεια. Αλληλοβοήθεια δηλαδή, αφού έκαναν τους λεγόμενους «δανεικούς».  Μια στα αμπέλια του ενός μια στου άλλου.

Και να που έφθασε η προγραμματισμένη μέρα της έναρξης του τρύγου. Από την προηγούμενη είχαν μεταφερθεί στο αμπέλι τα σύνεργα, με τα ζωντανά, (γαϊδούρια, μουλάρια) αφού αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν επίσης κλέφτες ή αν υπήρχαν ήταν ελάχιστοι και έτσι δεν φοβόσουν να αφήσεις μόνα τους τα σύνεργα στο αμπέλι. Αργότερα παρουσιάστηκαν τα τρίκυκλα φορτηγάκια, τα οποία «έλυσαν» σε μεγάλο βαθμό τα χέρια των αγροτών και είχαν ουσιαστική συμβολή στην βελτίωση των συνθηκών καλλιέργειας και ανάπτυξής τους.

Ήρθε λοιπόν η ώρα. Ωχ Παναγιά μου!!! Το χειρότερο ήταν το πρωινό  ξύπνημα. Βλέπεις, χρειαζόταν προετοιμασία και αρκετή ώρα μέχρι να ξεκινήσει η ουσιαστική δουλειά και ο πατέρας χρειαζόταν βοήθεια. Έπρεπε να φορτωθούν  τα υπόλοιπα σύνεργα στο γάιδαρο ή στο μουλάρι και να ξεκινήσουμε τον ποδαρόδρομο για το αμπέλι. Στ’ όνομά σου Θέ μου, ψέλλιζαν οι μεγαλύτεροι κι έκαναν το σταυρό τους.
Στη διαδρομή συναντούσες τους συγχωριανούς, τους φίλους. Άρχιζαν τα πειράγματα, τα καλαμπούρια οι ιστορίες. Χαρά και γέλια παρά το άγχος και την ταλαιπωρία.
Φτάνοντας στο αμπέλι ο αρχηγός της οικογένειας άρχιζε το «διοικητικό» του  έργο. Εσείς θα τρυγάτε, εσείς θα είστε οι κουβαλητάδες, εσύ ο αλουσουδιαστής, εσείς οι απλώστρες κ.ο.κ. Πολλές φορές οι ρόλοι άλλαζαν. Το συνεργείο για να είναι αποδοτικό πρέπει να είναι συντονισμένο.

Δύσκολοι δουλειά όντως. Θυμάμαι να κουβαλούμε δυο – δυο τα τσιγκάκια στους ώμους όλη μέρα, σε ανηφόρες και κατηφόρες. Αν ήταν σώπατο (ίσιωμα) καλά ήταν.
Θυμάμαι  τον αλουσουδιαστή   να κρατά τα νεφρά του και να βογγάει από το πόνο πολλές φορές. Εκτός από το βούτηγμα των σταφυλιών στη ποτάσα, έπρεπε να εφοδιάζει και τις απλώστρες με τα αλουσουδιασμένα σταφύλια. Δεν έπαιρνε ανάσα.

Ε!! τις ρώγες να μαζώνεται. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μας το υπενθυμίζει συνεχώς. Ακόμη και οι ρώγες που μαδούσαν και έπεφταν στο έδαφος είχαν για τους παλιούς την αξία τους. Δεν τους ενδιέφερε αν καθυστερούσαμε δηλαδή. Είχαν γίνει έξοδα και πολύς κόπος για να φτάσουν αυτές  οι ρώγες σ’ εκείνο το στάδιο.
Παρά την κούραση, η διαδικασία αυτή έμοιαζε με πανηγύρι. Τα τραγούδια τα πειράγματα, οι φωνές δεν σταματούσαν όλη μέρα. Καμιά φορά βέβαια υπήρχε και η κατήφεια από τους μεγαλύτερους, αν η παραγωγή δεν ήταν η αναμενόμενη ή ο καιρός δεν βοηθούσε. Ειδικά αν έπιανε και καμιά βροχή, τότε η κατήφεια μετατρεπόταν σε απογοήτευση. Κινδύνευαν οι κόποι ολόκληρης της χρονιάς.

Κατά τις 10 με 10:30 ώρα, οι εργάτες έπρεπε να ξεκουραστούν να πάρουν το κολατσιό τους και να  ξεκινήσουν πάλι τη δουλειά. Το μεσημεράκι,   είχε παραπάνω ώρα ξεκούραση και ίσως καμιά ώρα ύπνο. Γλυκός ύπνος πάνω στα χώματα και τους βώλους.

Από τις αξέχαστες στιγμές, την εποχή εκείνη, ήταν αυτές, που ξαφνικά αντηχούσε στον αέρα μια δυνατή φωνή. Παγωτάαααα….ο παγωτατζής!!!! Με το ψυγείο του πάγου, πάνω στο ποδοκίνητο όχημα εμφανιζόταν ο παγωτατζής με το εμπόρευμα, ξυλάκια κρέμα, κακάο ή σοκολάτα. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Τυχεροί βέβαια ήταν όσοι είχαν αμπέλι κοντά σε προσβάσιμο και ίσιο δρόμο.
Ο πατέρας παρά τα οικονομικά ζόρια, δεν μας χαλούσε το χατίρι. Τι γλύκα ήταν αυτή, τι δροσιά!!! Ακόμη θυμάμαι τη γεύση αυτών των παγωτών. Να ήταν από τη στέρηση, να ήταν από τα αγνά υλικά; Ίσως και τα δύο.

Το κόψιμο των σταφυλιών τελειώνει. Τα σουλτανιά σταφύλια έχουν απλωθεί και  ξεραίνονται σιγά - σιγά για να μετατραπούν σε σταφίδα. Τα κρασοστάφυλα, έχουν πατηθεί στο πατητήρι, ο μούστος βράζει για να βγει το κρασάκι. Η αγωνία για τη σοδειά δεν έχει τελειώσει. Αντίθετα μεγαλώνει. Αν ο καιρός είναι σύμμαχος  σ’ αυτή τη προσπάθεια όλα θα πάνε καλά. Η σταφίδα θα γίνει στην ώρα της, το χρώμα της χρυσαφί, η ποιότητα καλή. Ενδιαφέρει κι αυτό, αφού η τιμή της θα εξαρτηθεί από τη ποιότητα, το νούμερο της δηλαδή. Νούλα, άσσος, δυάρι κλπ.  Αν τύχει όμως να ρίξει καμιά βροχούλα; Ε, τότε αρχίζει η γκρίνια αλλά κυρίως η ταλαιπωρία. Ράντισμα ξανά με διάλυμα ποτάσας, γύρισμα των σταφυλιών από την άλλη μεριά, καθυστέρηση στο γίνωμα, υποβάθμιση ποιότητας, χαμηλότερη τιμή.

Όταν ήταν έτοιμη η σταφίδα, «επιστρατευόταν» πάλι η οικογένεια ή το συνεργείο και έπιανε δουλειά. Η διαδικασία έφτανε στο τέλος της. Η σοδειά ήταν έτοιμη να μπει στην αποθήκη. Μάζεμα από τα σταφιδόχαρτα ή τα δίχτυα (αργότερα ήρθαν τα όρθια μεταλλικά ξηραντήρια) κοσκίνισμα να φύγουν τα λίκια (ξερά τσάμπουρα) σάκιασμα στα τσουβάλια (σακιά από λινάτσα) και κουβάλημα στις αποθήκες. Ακόμη και τα μικρά παιδιά είχαν το δικό τους ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία. Μάζευαν με τα χέρια τους μία μία όλες τις σταφίδες που έπεφταν κάτω στο χώμα. Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Με τα λεφτά αυτά θα παίρναμε τις σχολικές τσάντες όπως μας έλεγαν. Τα πιο πονηρά και τεμπέλικα παιδιά βέβαια, αντί να τις μαζεύουν τις σκέπαζαν με χώμα, για να μην φαίνονται.

Επί τέλους!! Οι κόποι μιας χρονιάς είχαν ανταμειφτεί. Η σταφίδα σε λίγο θα πουληθεί και η οικογένεια θα πάρει μια οικονομική ανάσα και…πάλι απ’ την αρχή.

Δύσκολες εποχές; Μάλλον. Όμως οι όμορφες εκείνες εικόνες, οι ευχάριστες στιγμές ήταν και παραμένουν τόσο πολύ δυνατές  και ζωντανές, που ο χρόνος ποτέ δεν θα τις φθείρει.

Μ.Α.

Αν σας άρεσε,πατήστε

Κοινοποιήστε το

Στο Google+

Μπείτε στη παρέα του Αλητάκου, απλά πατώντας "like"

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...